-
1 εὐφύλακτος
A easy to keep or guard, A.Supp. 998; εὐ. ἡ καρδία well-guarded, Arist. PA 670a26; εὐφυλακτότερον τὸ ὕδωρ τοῦ ἀέρος more easily confined, Id.Sens. 438a15, cf. PA 656b2 ([comp] Sup.); ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι to be on one's guard, E.HF 201; - ότερα αὐτοῖς ἐγίγνετο it was easier for them to keep a look-out, Th.8.55;ὅπως εὐφύλακτα αὐτοῖς εἴη Id.3.92
, cf. Plu.Rom.18.II ([etym.] φυλάττομαι) easy to guard against, Arist. SE 174b35 ([comp] Comp.), D.C.57.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφύλακτος
См. также в других словарях:
ευφύλακτος — εὐφύλακτος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα (α. «εὐφύλακτος ἡ καρδία» η καρδιά είναι καλά προφυλαγμένη, Αριστοτ. β. «εὐφυλακτότερον τὸ ὕδωρ τοῡ ἀέρος» το νερό συγκρατείται πιο εύκολα από τον αέρα, Αριστοτ.) 2. φρ. α) «εὐφύλακτός … Dictionary of Greek